ῥιζοβολήσῃ

ῥιζοβολήσῃ
ῥιζοβολέω
strike root
aor subj mid 2nd sg
ῥιζοβολέω
strike root
aor subj act 3rd sg
ῥιζοβολέω
strike root
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ριζοβόληση — η / ριζοβόλησις, ήσεως, ΝΜ [ριζοβολώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ριζοβολώ …   Dictionary of Greek

  • ριζοβόλημα — και ριζοβόλι, το, Ν [ριζοβολώ] η ριζοβόληση …   Dictionary of Greek

  • ριζοβολώ — ησα, ημένος, βγάζω ρίζες, πιάνω: Παρ όλες τις προσπάθειές του τα δέντρα πουφύτεψε δε ριζοβόλησαν. Ουσ. ριζοβόληση, η και ριζοβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ριζοβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”